- ταχυχάλυβας
- ο, Ν(μεταλλ.) χάλυβας προοριζόμενος για κατασκευή εργαλείων κοπής που λειτουργούν με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς η επερχόμενη θέρμανσή τους να ελαττώνει τη σκληρότητά τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. acier rapide < acier «χάλυβας» + rapide «γρήγορος, ταχύς»].
Dictionary of Greek. 2013.